- φρικτῶς
- φρικτόςto be shuddered atadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φρικτώς — φρικτῶς, ΝΜΑ επίρρ. βλ. φρικτός … Dictionary of Greek
φρικτός — ή, ό / φρικτός, ή, όν, ΝΜΑ, και φριχτός Ν [φρίσσω] 1. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικαλέος, φρικιαστικός 2. ειδεχθής, απαίσιος μσν. αυτός που προκαλεί έκπληξη, κατάπληξη («ἀκατάληπτον ὑπάρχει, Δέσποινα, τὸ πεπραγμένον ἐπὶ σοὶ φρικτὸν μυστήριον»,… … Dictionary of Greek
ԱՀ — (ի, իւ, ից, իւք.) NBH 1 0028 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 9c, 10c, 11c գ. φόβος timor, metus Երկիւղ՝ մանաւանդ սաստիկ. սոսկումն. սարսումն. վախ. ... *Յահէ նորա խռովեցան: Ահիւ եւ խնդութեամբ բազմաւ: Անկաւ ահ ʼի վերայ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)